- κάτακρος
- κάτ-ακρος, ον, strengthd. for ἄκρος, Sch.D Il.15.536. Adv.A
-ως Anon.Prog.
in Rh.1.627 W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ως Anon.Prog.
in Rh.1.627 W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάτακρος — κάτακρος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο άκρο, ο ακρότατος 2. (το ουδ. ως επίρ.) κατάκρον στο ακρότατο σημείο. επίρρ... κατάκρως (AM) πάρα πολύ, παντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ακρος (< ἄκρος), πρβλ. έπ ακρος, ύπ ακρος] … Dictionary of Greek
κατάκρως — κάτακρος adverbial κάτακρος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτακρον — κάτακρος masc/fem acc sg κάτακρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)